Η ουρηθρίτιδα είναι μια χρόνια ή οξεία φλεγμονή της ουρήθρας.Συνήθως οφείλεται σε αποικισμό της από μικροοργανισμούς.
Συχνά οι μικροοργανισμοί μεταφέρονται μέσω σεξουαλικής επαφής. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ουρηθρίτιδας όπου η φλεγμονή οφείλεται σε άλλα αίτια, όπως τραυματισμό ή παρουσία ξένου σώματος (πχ. σε ασθενείς με μόνιμο καθετήρα)
Οφείλεται στον μικροοργανισμό Neisseria Gonorrhoeae. Τα συμπτώματα της γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας εμφανίζονται στους άνδρες 3 έως 5 ημέρες μετά από τη μόλυνση και περιλαμβάνουν τα εξής:
– Φαγούρα και κάψιμο στην ουρήθρα
– Πόνο κατά την ούρηση
– Πυώδη έκκριση από την ουρήθρα
– Αίμα στα ούρα ή το σπέρμα
– Πόνος κατά την εκσπερμάτωση
Οφείλεται συνήθως στον μικροοργανισμό Chlamydia Trachomatis. Τα συμπτώματα της γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας εμφανίζονται επίσης 3 έως 5 ημέρες μετά από τη μόλυνση στις γυναίκες και περιλαμβάνουν τα εξής:
– Πυώδη και δύσοσμη κολπική έκκριση
– Πόνο και τσούξιμο κατά την ούρηση
– Πυρετός και ρίγη
– Πόνος στο στομάχι
– Κνησμός
Άλλοι μικροοργανισμοί μπορούν να προκαλέσουν ουρηθρίτιδα είναι: Αδενοϊοί, κολοβακτηρίδια, ο ιός του έρπητα, ο κυτταρομεγαλοϊός, το μυκόπλασμα, το ουρεόπλασμα, οι τριχομονάδες.
Παράγοντες κινδύνου για τη μετάδοση του έρπητα των γεννητικών οργάνων είναι:
• O μεγάλος αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων
• Το ατομικό ιστορικό άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων
Για την πρόληψη της ουρηθρίτιδας σημαντική είναι η:
Τα φάρμακα που χορηγούνται έχουν σκοπό την αντιμετώπιση της βασικής αιτίας της ουρηθρίτιδας, καθώς και την πρόληψη εξάπλωσής της. Εάν η μόλυνση οφείλεται σε βακτήριο, είναι απαραίτητη η χορήγηση αντιβιοτικών. Τα φάρμακα που συνταγογραφούνται πιο συχνά για την αντιμετώπιση της ουρηθρίτιδας είναι η δοξυκυκλίνη, η αζιθρομυσίνη, η λεβοφλοξασίνη, η τινιδαζόλη, η ερυθρομυκίνη και η μετρονιδαζόλη.
Για την αντιμετώπιση του πόνου μπορεί επίσης σε κάποιους ασθενείς να χορηγηθούν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη.